e-mail



koukouraeugenia@hotmail.com


Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

ΈΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ ο αρχαίος μύθος


Μια φορά και έναν καιρό, σ’ ένα βασίλειο της Μ. Ασίας βασίλευε ένας βασιλιάς νυμφευμένος με μια βασίλισσα από ευγενική καταγωγή, με την οποία είχε τρεις κόρες που ήταν υπερβολικά όμορφες.
Αλλά η μοναδική θνητή ομορφιά και το παρθενικό μεγαλείο της μικρότερης κόρης, που λεγόταν ΨΥΧΗ, υπερείχε τόσο και ξεπερνούσε τις δύο άλλες που κανένας δεν θα μπορούσε να εκφράσει αρκετά με τα λόγια.

Εξ αιτίας αυτής της ομορφιάς, όταν η φήμη αυτής της υπέροχης κόρης διαδόθηκε έξω από την πόλη, σε κάθε μέρος της χώρας, oι πολίτες και οι ξένοι εκεί, έρχονταν κάθε μέρα κατά εκατοντάδες, στο παλάτι του πατέρα της, ο οποίος κατάπληκτος απ την ασύγκριτη ομορφιά της, τη λάτρευε περισσότερο και τη σεβόταν, με ασπασμούς, σύμβολα και αναθήματα και άλλες θεϊκές λατρείες, σύμφωνα με τα έθιμα των παλαιών που χρησιμοποιούσαν ιεροτελεστίες και πομπές, σαν να ήταν στην πραγματικότητα η ίδια η θεά Αφροδίτη.
Λίγο καιρό αργότερα όταν η φήμη διαδόθηκε στις γύρω πόλεις και τις γειτονικές περιοχές, αμέτρητοι ξένοι κατέφθαναν από μακρινές χώρες, βάζοντας σε κίνδυνο τον εαυτό τους με μακρινά ταξίδια στην ξηρά και ριψοκινδυνεύοντας στη θάλασσα, για να δουν αυτή την δοξασμένη παρθένα.

Ο κόσμος παραμελούσε πια με περιφρόνηση τη λατρεία της θεάς-Αφροδίτης, δε γίνονταν πλέον οι τελετές και τα ιερά της ήταν σε άθλια κατάσταση.
Αυτή η ξαφνική αλλαγή και μεταβολή των ουρανίων τιμών έφερε μεγάλο παροξυσμό και φούντωσε το μυαλό της θεάς Αφροδίτης, που ήταν αδύνατο να συγκρατήσει τον εαυτό της από την αγανάκτηση.
Κι αμέσως φώναξε τον φτερωτό της γιο, τον Έρωτα, να βιαστεί και γρήγορα και με σκληρότητα να πάει κοντά στην κακιά αυτή μάγισσα την ΨΥΧΗ όπως ονομαζόταν.

Τον ίδιο καιρό η Ψυχή παρ’ όλη την ομορφιά της δεν είχε κανένα κέρδος από τις τιμές που τις απέδιδαν.
Αναρωτιόταν πως αν και την επαινούσαν όλοι, κανένας βασιλιάς, ούτε πρίγκιπας δεν τολμούσε να ερωτοτροπήσει μαζί της.
Οι δυο της αδελφές που δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο για να τις θαυμάζουν τα πλήθη των ανθρώπων, είχαν παντρευτεί με δύο βασιλιάδες, αλλά η κόρη Ψυχή καθόταν στο σπίτι μόνη της και θρηνούσε την μοναχική της ζωή. Και επειδή την παραμελούσαν ψυχή και σώματι παρ’ όλο που ήταν αρεστή απ’ όλον τον κόσμο, είχε αρχίσει κι η ίδια της να μισεί τον εαυτό της για την ομορφιά της.
Επί πλέον ο δυστυχισμένος πατέρας αυτής της άτυχης κόρης επειδή υποψιαζόταν ότι οι θεοί και οι Ουράνιες δυνάμεις θα φθονούσαν την υπόσταση της, πήγε στην πόλη Μίλητο για να πάρει χρησμό από τον Απόλλωνα,
όπου έκανε τις προσευχές του, πρόσφερε θυσία και ζήτησε σύζυγο για την κόρη του, αλλά ο Απόλλων του έδωσε τον εξής χρησμό:
«Άσε το σώμα της Ψυχής στα πένθιμα ντυμένο τοποθετώντας το εκεί, στον υψηλό τον βράχο. Από σπορά ανθρώπινη ο άνδρας της δεν θα’ ναι, αλλά όπως φαίνεται είναι φίδι φοβερό και τρομερό που με φτερά ψηλά πετάει στους αστρωμένους ουρανούς και κάνει να υποταχθεί το κάθε τι στο πύρινο το πέταγμα του. Με αγάπη μόνο δυνατή μπορούν την θέληση του να υποτάξουν οι ποταμοί με μαύρα και θανατικά νερά γεμάτα πόνο και το σκοτάδι πιο μακρύ σαν δούλος του θα παραμείνει»

Ο βασιλιάς δεν χάρηκε καθόλου όταν άκουσε την προφητεία του Απόλλωνα.
Γύρισε σπίτι στενοχωρημένος και λυπημένος και είπε στη γυναίκα του για την άθλια και δυστυχισμένη μοίρα της Κόρης του. ‘Έπειτα άρχισαν να κλαίνε και να οδύρονται και πέρασαν πολλές μέρες με μεγάλη θλίψη.
Αλλά τώρα πλησίασε ο καιρός του γάμου της Ψυχής.
Οι προετοιμασίες άρχισαν, η μελωδία του Υμεναίου τελείωσε με νεκρικές κραυγές.
Η κόρη είχε σκεπάσει το πρόσωπο με τον πέπλο της.
Όλη η οικογένεια και οι άνθρωποι της πόλης θρήνησαν με τον ίδιο τρόπο και με μεγάλο οδυρμό πέρασε ένα μεγάλο μέρος εκείνης της ημέρας, αλλά η ανάγκη το απαιτούσε η Ψυχή να οδηγηθεί στο καθορισμένο μέρος σύμφωνα με τη θεϊκή απαίτηση.
Η ιεροτελεστία επέβαλε να φέρουν την λυπημένη νύφη όχι στο γάμο της αλλά στο θάνατο και την ταφή της.

Καθώς ο πατέρας και η μητέρα της Ψυχής πήγαιναν με κλάματα και οδυρμούς να εκτελέσουν αυτή την αποστολή, η Ψυχή τους είπε:
«Γιατί λυπάστε και χτυπάτε εσείς τα στήθη αντί για μένα;
Τώρα βλέπετε την ανταμοιβή μου για την άφθαστη ομορφιά μου!
Τώρα καταλαβαίνετε, αλλά πολύ αργά.
Όταν οι άνθρωποι με τιμούσαν και με ονόμαζαν νέα Αφροδίτη, τότε έπρεπε να λυπάστε, τότε έπρεπε να οδύρεστε, γιατί τότε ήμουν νεκρή. Γιατί τώρα βλέπω και καταλαβαίνω ότι ήρθα σ’ αυτή την άθλια κατάσταση διότι λατρευόμουν στη θέση της θεάς και αυτό με οδήγησε στην κορυφή του βράχου.
Έχω μεγάλη επιθυμία να τελειώσει ο γάμος μου.
Διακαώς επιθυμώ να δω τον σύζυγο μου. Γιατί αργώ;
Γιατί θα έπρεπε να τον αρνηθώ αφού έχει αποστολή να καταστρέψει τον κόσμο;»


Τότε την έφεραν στον συγκεκριμένο βράχο του ψηλού βουνού και αφού την άφησαν εκεί έφυγαν. Οι πυρσοί και τα φώτα έσβησαν μαζί με τα δάκρυα των ανθρώπων και όλοι γύρισαν στα σπίτια τους και οι ταλαίπωροι γονείς γεμάτοι λύπη τυλίχτηκαν σε αιώνιο σκοτάδι.

Μόλις η κακομοίρα η Ψυχή έμεινε μόνη της να οδύρεται και να τρέμει στην κορυφή του βράχου, ανασηκώθηκε από τον απαλό αέρα, τον διαπεραστικό Ζέφυρο, την αέρινη αύρα που ανασήκωνε τα πέπλα της και σιγά- σιγά την έφερε σε μια βαθιά κοιλάδα, όπου ξάπλωσε σ’ ένα κρεβάτι πλεγμένο από τα πιο όμορφα κι ευωδιαστά λουλούδια.
Όταν έβαλε σε τάξη το ταραγμένο μυαλό της, αναπαύθηκε.

Κι όταν αναζωογονήθηκε αρκετά σηκώθηκε πολύ πιο ήρεμη και ειρηνική.
Κι είχε την ευτυχία να δει ένα όμορφο δάσος κι ένα ποτάμι που έτρεχε καθαρό σαν κρύσταλλο.
Στο μέσον του δάσους, πολύ κοντά στις όχθες του ποταμού, υπήρχε ένα βασιλικό κτήριο, σχεδιασμένο και χτισμένο, από θεϊκή δύναμη κάποιου Θεού, ευχάριστη και αντάξια κατοικία των Ουρανίων Δυνάμεων.
Όλα τα πράγματα ήταν τόσο περίεργα, αξιοθαύμαστα και τέλεια κατασκευασμένα, που έμοιαζαν σαν να ήταν δουλειά κάποιου ημίθεου ή κάποιου πραγματικού Θεού.

Από κάθε άποψη έμοιαζε σαν ένα ουράνιο παλάτι που σχεδιάστηκε και κτίστηκε από τον ίδιο το Δία.
Τίποτε δεν φαινόταν να είχε γίνει χωρίς σχέδιο.
Καθώς τα είδε όλα αυτά με μεγάλη ευχαρίστηση, άκουσε μια φωνή που ερχόταν από το πουθενά που είπε:
«….-εμείς που ακούς τις φωνές μας είμαστε οι υπηρέτες σου έτοιμοι να υπακούσουμε σε κάθε σου επιθυμία. Στο μεταξύ βασιλικά κρέατα και νόστιμα φαγητά θα ετοιμαστούν για σένα…..»
Τότε η Ψυχή ευτυχισμένη και μαγεμένη έπεσε να κοιμηθεί όπως την συμβούλεψαν οι ασώματες φωνές και όταν ξύπνησε δροσίστηκε με ένα λουτρό που της προσέφεραν οι αιθέριες αόρατες υπηρέτριες.
Το τραπέζι την περίμενε στολισμένο με όλων των ειδών τα κρέατα, τις νοστιμιές και τα κρασιά.
Αόρατες αέρινες υπάρξεις κουβαλούσαν κάθε τι που επιθυμούσε αλλά μόνο τις φωνές τους άκουγε και μόλις επιθύμησε να ακούσει μουσική η αρμονία των μουσικών οργάνων και των φωνών έδινε μεγάλη ευχαρίστηση στ’ αυτιά της που παρ’ όλο που κανείς δεν φαινόταν να παίζει είχε την ψευδαίσθηση ότι βρισκόταν ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους.

Όλες αυτές οι διασκεδάσεις τελείωσαν κι όταν άρχισε να νυκτώνει η Ψυχή πήγε να ξαπλώσει.
Καθώς ξάπλωσε και την αγκάλιασε ο γλυκός ύπνος τότε ήρθε και ο άγνωστος και μυστηριώδης σύζυγος της και ξάπλωσε μαζί της.

0 γάμος τους ολοκληρώθηκε και η Ψυχή αγάπησε τον σύζυγο της γιατί ένοιωθε πως ήταν πολύ καλός και την αγαπούσε τρελά.
Μπορούσε να αγγίξει τα μάτια, το κεφάλι και τα χέρια και δεν της φαινόταν και τόσο αποκρουστικός όπως τον είχε περιγράψει ο χρησμός.

Όλο αυτό τον καιρό που η Ψυχή βρισκόταν σ’ αυτόν τον τόπο των απολαύσεων, ο πατέρας της και η μητέρα της δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να κλαίνε και να οδύρονται και οι δύο αδελφές με μεγάλη θλίψη και λύπη να παρηγορούσαν τους γονείς τους.

Μια μέρα ο σύζυγος της Ψυχής της μίλησε:
« Ω γλυκιά μου, η ευτυχία μας απειλείται με επερχόμενο κίνδυνο και συμφορές, γι’ αυτό σε παρακαλώ να προσέχεις. Πρέπει να ξέρεις πως οι αδελφές σου επειδή ανησύχησαν για την τύχη σου έρχονται στο βουνό από το μονοπάτι. Αν τύχει και ακούσεις τους θρήνους τους, σκέψου ότι δεν είναι καθόλου σοφό ούτε να τους απαντήσεις, ούτε να κοιτάξεις προς το μέρος τους. Γιατί αν το κάνεις θα προκαλέσεις μεγάλη λύπη σε μένα και στον εαυτό σου ολοκληρωτική καταστροφή.»
Η Ψυχή, όταν άκουσε τον σύζυγο της, υποσχέθηκε να κάνει όλα όσα την πρόσταξε.
Όταν όμως η νύχτα έφυγε και εκείνος εξαφανίστηκε, η Ψυχή θρήνησε και έκλαψε όλη την επόμενη μέρα, αφού τώρα έφυγαν οι ελπίδες της για παρηγοριά, μιας και ήταν κλεισμένη σε παραμυθένια φυλακή, στερημένη από ανθρώπινη συνομιλία και με διαταγή να μη βοηθήσει ή να κάνει κάτι για τις λυπημένες αδελφές της ή τους γονείς της και ούτε ακόμη να γυρίσει προς το βουνό να τους δει.
Το βράδυ περίμενε με λαχτάρα τον άνδρα της και εκείνος την αγκάλιασε και της είπε:
«Έτσι κρατάς την υπόσχεση σου αγαπημένη μου γυναίκα; Πέρασες όλη τη μέρα κλαίγοντας και δεν θα σταματήσεις ούτε και στην αγκαλιά του άνδρα σου; πήγαινε, κάνε ότι θέλεις, αγόρασε μόνη σου την καταστροφή σου και όταν την βρεις, τότε θυμήσου τα λόγια μου και μετάνιωσε αλλά θα είναι πολύ αργά!.....»
Τότε η Ψυχή επιθύμησε τον άνδρα της ακόμα περισσότερο και τον διαβεβαίωσε ότι θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να αρνηθεί να δει τις αδελφές της, με τις οποίες θα μπορούσε να μιλήσει και να τις παρηγορήσει κι αν και εκείνος επιθυμούσε να τους χάριζε λίγο από το χρυσάφι και τα κοσμήματα της.
Εκείνος της έδωσε άλλη μια ευκαιρία λέγοντας:
« πρόσεχε, να μην αλλάξεις γνώμη από τις ολέθριες συμβουλές των αδελφών σου και επιθυμήσεις να δεις την μορφή μου οδηγημένη από την περιέργεια σου και στερηθείς την αμύθητη περιουσία που σου προσφέρω.»
Η Ψυχή τότε χάρηκε, του ανταπέδωσε τις μεγαλύτερες ευχαριστίες της και του είπε:
«γλυκέ μου σύζυγε, θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να χωρίσω από σένα,…. αλλά σε παρακαλώ επίσης να διατάξεις τον υπηρέτη σου τον Ζέφυρο, να φέρει τις αδελφές μου κάτω στην κοιλάδα, όπως έφερε κι εμένα.»
Τον φίλησε γλυκά και τον παρακάλεσε ευγενικά να εκτελέσει την επιθυμία της.

Όταν ο Ζέφυρος έφερε κοντά της τις αδελφές της δε μπορώ να εκφράσω τα πυκνά τους αγκαλιάσματα, τα φιλιά τους και τους χαιρετισμούς τους.
Σε λίγο ο λύπες και τα δάκρυα παραμερίστηκαν.


Το λουτρό για όλες τους ήταν έτοιμο, τα φαγητά και τα κρασιά στο στρωμένο τραπέζι κι όταν έφαγαν και γέμισαν από τις θεϊκές γεύσεις, τις ξενάγησε η Ψυχή στο παλάτι της και εκείνες ένιωσαν μεγάλη ζήλια στην ψυχή τους και η μια η πιο περίεργη, την ρώτησε για τον άνδρα της.

Ποιος ήταν;
Τι ήταν;
Ποια ήταν η οικονομική του κατάσταση;

Αλλά η Ψυχή θυμήθηκε την υπόσχεση που έδωσε στον άνδρα της και προσποιήθηκε πως ήταν ένας νέος άνδρας μετρίου αναστήματος, με ξανθή γενειάδα που του άρεσε να κυνηγάει στα βουνά και στις κοιλάδες.

Επειδή φοβήθηκε ότι με τα πολλά λόγια θα έλεγε και κάτι περιττό που θα πρόδιδε τη θεϊκή του υπόσταση, γέμισε τις αγκαλιές τους με χρυσάφι, ασήμι και κοσμήματα και διέταξε τον Ζέφυρο να τις γυρίσει πίσω.
Όταν εκείνες οδηγήθηκαν πίσω στο βουνό, πήραν το δρόμο για τα σπίτια τους και μουρμούριζαν με ζήλια ότι :

«…είναι γυμνές μπροστά στην Ψυχή, παντρεμένες με παράξενους συζύγους κι έχουν γίνει υπηρέτριες σαν να είναι εξόριστες από την χώρα και τους φίλους τους, ενώ η μικρότερη αδελφή έχει τόση αφθονία από θησαυρούς και πήρε Θεό για άνδρα, αυτή που δεν είναι ικανή να διαχειριστεί τόσο μεγάλο πλούτο. Δεν θα υπάρχει θνητή σήμερα που να είναι πιο ευτυχισμένη από αυτή σ’ ολόκληρο τον κόσμο, κι αυτό φαίνεται από την μεγάλη αφοσίωση και την αγάπη που της δείχνει, ίσως να την κάνει και Θεά. Είχε φωνές να την υπηρετούν και οι άνεμοι την υπάκουαν.»

«Να μην πούμε ότι την είδαμε ζωντανή. Φθάνει που την είδαμε εμείς! Θα το μετανιώσει που την είδαμε, να μην ανακοινώσουμε την καλή της τύχη στον πατέρα μας, ούτε και σε κανέναν άλλο κι όταν θα είμαστε καλύτερα οργανωμένες ας επιστρέψουμε για να νικήσουμε την περηφάνεια της» συμφώνησαν μεταξύ τους.

Έτσι αυτή η δαιμονική συμφωνία ευχαρίστησε αυτές τις δύο ύπουλες γυναίκες και αφού έκρυψαν τον θησαυρό που τους χάρισε η Ψυχή, ξερίζωσαν τα μαλλιά τους και ξέσπασαν σε ψεύτικα φθηνά δάκρυα. Όταν οι γονείς τους τις είδαν λυπημένες και θλιμμένες εκείνες προσποιήθηκαν πως πονούσαν διπλά, αλλά γεμάτες οργή και σπρωγμένες από ζήλεια, πήραν τον δρόμο της επιστροφής προς τα σπίτια τους, σχεδιάζοντας την σφαγή και καταστροφή της αδελφής τους, στο βρώμικο μυαλό τους.

Άδικα ο ‘Έρωτας προειδοποίησε και πάλι την Ψυχή για τους κινδύνους που επιφυλάσσει η μοίρα της, από τις ανέντιμες αδελφές της, τις κακές στρίγγλες που είναι οπλισμένες με κακόβουλα μυαλά.

«Αν δεν μπορέσεις να συγκρατήσεις τον εαυτό σου, θυμήσου να μην πεις τίποτε για τον σύζυγο σου, να μην απαντήσεις ούτε μια λέξη αν ρωτήσουν για μένα διότι έτσι θα αυξήσεις το ενδιαφέρον τους. Αν τηρήσεις τις υποσχέσεις σου και κρύψεις τα Μυστικά μου τότε το τρυφερό παιδί που βρίσκεται στην κοιλίτσα σου, θα γίνει ένας αθάνατος Θεός, αλλιώς θα είναι ένα θνητό πλάσμα» της είπε ο Έρωτας ο θεός.

Αλλά οι αδελφές της οι δηλητηριώδεις και κακόβουλες λυσσάρες, ξερνώντας το φιδίσιο τους δηλητήριο, έβαλαν πλώρη να εκτελέσουν την αποστολή τους.

Και πάλι ο ‘Ερωτάς προειδοποίησε την Ψυχή:
«…πρόσεξε την τελευταία ημέρα, την τελική φάση και τους εχθρούς σου που είναι συγγενείς εξ’ αίματος, που έχουν εξοπλιστεί εναντίον μας.
Ω γλυκιά Ψυχή σε παρακαλώ να λυπηθείς τον εαυτό σου, να μην ακούσεις αυτές τις καταραμένες γυναίκες, που δεν αξίζουν να λέγονται αδελφές σου.
Θα έρθουν σα σειρήνες και θα ρίξουν τα οικτρά και λυπητερά τους κλάματα.»….
Ο ‘Έρωτας σαν να τον μάγεψαν και πάλι τα λόγια της καλής του Ψυχής και σαν τον ανάγκασε η βία που είχαν τα συχνά της αγκαλιάσματα, σκούπισε τα δάκρυα της με τα μαλλιά του και υποχώρησε και πάλι στις απαιτήσεις της…..

Έτσι οι αδελφές της έφθασαν και πάλι στο βουνό, κι ο Ζέφυρος με θεϊκή διαταγή, τις κατέβασε κάτω παρά την θέληση του και τις άφησε στην κοιλάδα χωρίς να πάθουν τίποτα.
Γρήγορα-γρήγορα πήγαν στο παλάτι της Ψυχής και χωρίς καθυστέρηση αγκάλιασαν και ευχαρίστησαν το θύμα τους με κολακευτικά λόγια για τον θησαυρό που τους χάρισε λέγοντας:
«αγαπημένη μας Ψυχή, πρέπει να ξέρεις ότι τώρα πια δεν είσαι παιδί αλλά μητέρα.
Πόσο χαρούμενες θα είμαστε, που θα δούμε αυτό το μωρό να ανατρέφεται μέσα σε τόσο μεγάλο θησαυρό!...»
Με τέτοιου είδους προστυχιές προσπάθησαν να κερδίσουν την Ψυχή, ενώ αυτές άρχισαν να καταστρώνουν την προδοσία τους εναντίον της Ψυχής, ρωτώντας ποιος ήταν ο σύζυγος της και ποιά η καταγωγή του.
Οι απαντήσεις και τα κοφτά λόγια της Ψυχής, τα χρυσαφικά και τα δώρα που τους χάρισε καθώς γρήγορα τις φυγάδευσε και πάλι με τον Ζέφυρο, έδωσαν την ευκαιρία στις καταραμένες αδελφές της να υποψιαστούν ότι η Ψυχή πράγματι παντρεύτηκε κάποιον θεό και έχει κι έναν μικρό θεό στην κοιλιά της.

Την επόμενη φορά που επισκέφτηκαν την αδελφή τους, δηλητηρίασαν με κακές σκέψεις τη ΨΥΧΗ λέγοντας:
«… εμείς φροντίζουμε τις υποθέσεις σου και προσέχουμε μη σου συμβεί κανένα κακό. Πιστεύουμε πως ένα μεγάλο φίδι με φονικό δηλητήριο, με αρπακτικό και ανοικτό στόμα κοιμάται μαζί σου κάθε βράδυ. Θυμήσου τον χρησμό του Απόλλωνα. Οι κάτοικοι εδώ γύρω είδαν το βράδυ το φοβερό φίδι να κολυμπάει στο ποτάμι. Φοβόμαστε πως μόλις γεννήσεις θα καταβροχθίσει εσένα και το παιδί σου….»

….Τότε η φτωχή, κακόμοιρη Ψυχή ταρακουνήθηκε από τον τρόμο, μετά τα τόσο φοβερά λόγια και το μυαλό της θόλωσε και ξέχασε τελείως τις συμβουλές του άνδρα της και τις υποσχέσεις που του έδωσε.
Τότε οι αδελφές της ανοίγοντας τις πύλες των πανούργων τους μυαλών, άφησαν να βγει όλη η κρυμμένη τους κακία και υποκίνησαν περισσότερο τις φοβερές σκέψεις της, πείθοντας την να κάνει ότι ήθελαν αυτές και η μια απ’ αυτές άρχισε να λέει:
«Πάρε ένα κοφτερό μαχαίρι και βάλ’ το κάτω από το μαξιλάρι σου και φρόντισε να έχεις κρυμμένο κάτω από κάποιο έπιπλο, ένα αναμμένο λυχνάρι λαδιού.
Έπειτα αφού προσποιηθείς πως δεν συμβαίνει τίποτε, όταν σύμφωνα με τη συνήθεια του, έρθει στο κρεβάτι και κοιμηθεί βαθιά, να σηκωθείς κρυφά και ξυπόλυτη να πάρεις το λυχνάρι και το μαχαίρι και με δύναμη περίσσια να κόψεις το κεφάλι του φαρμακερού φιδιού.
Εμείς μετά το θάνατο του θα σε βοηθήσουμε να απελευθερωθείς από την φυλακή σου και θα φροντίσουμε να σε παντρέψουμε με κάποιον όμορφο άνδρα.»

Με αυτό τον τρόπο φούντωσαν την καρδιά της Ψυχής, κι επειδή φοβήθηκαν μη τους συμβεί κανένα κακό λόγω των κακόβουλων συμβουλών τους, έφυγαν με τον Ζέφυρο.

Αλλά όταν άρχισε να νυχτώνει άρχισε την προετοιμασία για το πανούργο εγχείρημα της, η Ψυχή.
Μόλις ήρθε ο άνδρας της αφού την φίλησε και την αγκάλιασε, κοιμήθηκε.
Τότε η Ψυχή πήρε δύναμη και έφερε μπροστά το λυχνάρι και πήρε το μαχαίρι και με θράσος άλλαξε το ύφος της.
Αλλά καθώς ήρθε στην άκρη του κρεβατιού, είδε το πιο ήρεμο και το πιο γλυκό θηρίο απ’ όλα τα θηρία, τον ίδιο τον ξανθό Έρωτα που ξάπλωνε.
Μόλις τον είδε το ίδιο το λυχνάρι μεγάλωσε το φως του από χαρά και το μαχαίρι γύρισε την κόψη του.
Αλλά όταν η Ψυχή είδε ένα τόσο ρωμαλέο σώμα, φοβήθηκε πολύ και γεμάτη έκπληξη με ωχρό πρόσωπο, τρέμοντας ολόκληρη, γονάτισε και σκέφτηκε να κρύψει το μαχαίρι στην πραγματικότητα στην ίδια την καρδιά της κάτι το οποίο χωρίς δισταγμό θα έκανε αλλά από τον φόβο της έπεσε κάτω από το χέρι της.
Και όταν είδε και ξαναείδε την ομορφιά του θεϊκού του προσώπου, ήρθε στα συγκαλά της….
Τα μαλακά πουπουλένια φτερά που φύτρωναν πάνω στους ώμους του σαν λαμπερά λουλούδια που τρεμούλιαζαν εδώ κι εκεί και τ’ άλλα μέλη του σώματος του τόσο μαλακά και απαλά, που άλλοτε τον έβλεπε σα παιδί και άλλοτε ως άνδρα, όπως ήταν και
η φύση του θεού αυτού…..

Από την επιθυμία της να αγγίξει το αξιαγάπητο κορμί του έπεσε μια σταγόνα καυτό λάδι από το λυχνάρι πάνω στο δεξιό ώμο του θεού.




Ο θεός κάηκε μ’ αυτό τον τρόπο κι επειδή πίστεψε ότι η υπόσχεση και η πίστη δεν είχαν κρατηθεί, πέταξε μακριά, από τα μάτια και τα χέρια της πολυαγαπημένης του γυναίκας, χωρίς να πει ούτε λέξη.



Αλλά η Ψυχή κατόρθωσε να τον αρπάξει καθώς πετούσε ψηλά από τον δεξιό μηρό και τον κράτησε γρήγορα καθώς πετούσε στον αέρα, για τόση ώρα ώσπου αναγκασμένη από την κόπωση τον άφησε και έπεσε στο έδαφος.



Αλλά ο Έρωτας την ακολούθησε και πετώντας πάνω από την κορυφή ενός ψηλού κυπαρισσιού της μίλησε θυμωμένα κι έφυγε.

Τότε η Ψυχή έπεσε στο χώμα και είχε κολλήσει τα μάτια της επάνω του, κλαίγοντας και θρηνώντας λυπημένα, καθώς εκείνος πετούσε στον αέρα μέχρι που χάθηκε.

Η Ψυχή έπεσε μέσα στον ποταμό που κυλούσε εκεί κοντά, γιατί η θλίψη και η αγωνία της ήταν ατελείωτες.

Όμως το νερό δεν μπορούσε να υποφέρει τον πνιγμό της κι επειδή την λυπήθηκε, την έριξε πάνω στις όχθες ανάμεσα στα χόρτα με την βοήθεια των νυμφών.





Ο Πάνας ο θεός των αγρών, που καθόταν στην όχθη του ποταμού, όταν αντιλήφθηκε πόσο λυπημένη ήταν η Ψυχή, προσπάθησε κατά κάποιον τρόπο να την ερμηνεύσει:


«…είσαι πάρα πολύ ερωτευμένη… μη προσπαθείς να αυτοκτονήσεις, ούτε να θλίβεσαι, αλλά να λατρέψεις περισσότερο και να τιμήσεις τον μεγάλο θεό Έρωτα.
Θα τον ξανακερδίσεις με την ευγενική σου υπόσχεση να τον υπηρετήσεις.»

Μετά απ’ αυτό η Ψυχή πήρε το δρόμο και ανέλπιστα έφθασε σε τόπους που κατοικούσαν οι αδελφές της.
Τις παραπλάνησε εξιστορώντας πως ο θεός Έρωτας ο σύζυγος της την έδιωξε λέγοντας πως μόνο οι αδελφές της θα ήταν άξιες σύντροφοι για Εκείνον.

Δεν πρόλαβε να αποτελειώσει την ιστορία της και η αδελφή της λες τρυπημένη με κεντρί, σα θηρίο που επιθυμεί να φάει κρέας, γεμάτη κακιά ζήλεια, έτρεξε και πήγε στο βουνό.
Εκεί φώναζε τον Έρωτα και τον Ζέφυρο να έρθουν να την πάρουν.
Από την ανυπομονησία και την απερισκεψία ρίχτηκε με το κεφάλι από το βουνό πιστεύοντας πως θα την μεταφέρει όπως πάντα ο άνεμος.
Τα μέλη του σώματος της σκίστηκαν πάνω στα βράχια κι έτσι έγινε τροφή για τα πουλιά και τα άγρια θηρία, όπως ακριβώς της άξιζε.
Και η δεύτερη αδελφή της Ψυχής είχε ακριβώς το ίδιο τέλος.

Η Ψυχή ταξίδεψε εδώ κι εκεί στη χώρα ψάχνοντας τον άνδρα της.
Αλλά αυτός είχε πάει στο παλάτι της μητέρας του και θρηνούσε για το βαρύ του τραύμα και για την χαμένη του αγάπη.
Το άσπρο πουλί ο γλάρος, που κολυμπάει στα κύματα του ωκεανού, πέταξε και βρήκε την Αφροδίτη να πλένεται και να λούζεται και της ανακοίνωσε ότι ο γιος της κάηκε και κινδυνεύει να πεθάνει, από την απερισκεψία της συζύγου του της ΨΥΧΗΣ.

Η Αφροδίτη αγανακτισμένη φώναξε του Έρωτα:
«….απερίσκεπτο, τιποτένιο αγόρι, παλιόπαιδο…με κάνεις και υποφέρω.

Είναι η Ψυχή η αιτία να παραβιάσεις και να μην υπακούσεις την διαταγή της μητέρας σου; Κι ενώ έπρεπε να κάνεις κακό στην εχθρό μου, δίνοντας της κακό κι άθλιο εραστή, εσύ έκανες το αντίθετο;

Αλλά για να σου δείξω την μεγάλη μου απογοήτευση έχω αποφασίσει να υιοθετήσω έναν από τους υπηρέτες μου στη θέση σου…

Μόνο αν υποβάλλω το σώμα σου σε τιμωρίες, κόψω και ξυρίσω τα μαλλιά σου…

αν ψαλιδίσω τα φτερά σου που εγώ διέταξα να φυτρώσουν, τότε μόνο νομίζω πως θα σ’ εκδικηθώ απόλυτα για την πληγή που μου προκάλεσες»

αυτά είπε η θεά και έφυγε με μεγάλη λύσσα από το παλάτι της.

Καθώς απομακρυνόταν συνάντησε την Ήρα και τη Δήμητρα και τους είπε να προσέξουν να μη βοηθήσουν την άθλια κόρη την Ψυχή.

Η Ψυχή πήγαινε εδώ κι εκεί ψάχνοντας τον άνδρα της πιστεύοντας ότι θα τον καθησύχαζε με τις παρακλήσεις της και τα συνεχή κλάματα της.

Ανακάλυψε ένα ναό στην κορυφή ενός λόφου και με πολύ κόπο και κρυφή ελπίδα, έφτασε στο ναό και μπήκε μέσα, όπου είδε: δεμάτια από καλαμπόκι που κείτονταν σωρό, μαχαίρια πλεγμένα σαν στεφάνια, και καλάμια κριθαριού. Αγκίστρια , δρεπάνια, εργαλεία θερισμού, α όλα ήταν ανακατωμένα σαν να είχαν εκσφενδονιστεί από τα χέρια των εργατών. Mόλις τα είδε η Ψυχή τα συμμάζεψε και τα έβαλε όλα σε τάξη, στη θέση τους, πιστεύοντας ότι δεν έπρεπε να περιφρονεί τους ναούς των θεών, αλλά να τους τιμά για να κερδίζει την ευχή και την φιλανθρωπία τους.

Αμέσως ήρθε η θεά Δήμητρα και όταν την είδε να εργάζεται στο ιερό της, φώναξε από μακριά και είπε:
«ω Ψυχή που χρειάζεσαι έλεος, η Αφροδίτη σε ψάχνει παντού για να πάρει εκδίκηση και για να σε τιμωρήσει σκληρά.»
Η Ψυχή είπε:
«-ω μεγάλη θεά Δήμητρα, σε παρακαλώ…. λυπήσου με τη δύσμοιρη και άφησε με να κρυφτώ ανάμεσα στους σπόρους του καλαμποκιού, ώσπου να περάσει ο θυμός της μεγάλης θεάς ή έως ότου εξαγνιστώ με την πολλή δουλειά και τον κόπο μου. Τότε η Δήμητρα απάντησε:
«-αλήθεια Ψυχή , επιθυμώ μ’ όλη μου την καρδιά να σε βοηθήσω. Αλλά αν σου επιτρέψω να κρυφτείς εδώ, θα προκαλέσω την δυσαρέσκεια της Αφροδίτης Γι’ αυτό σε συμβουλεύω να φύγεις από δω και να μην το πάρεις για κακό που δεν μπορώ να σου δώσω άσυλο στο ναό μου.»

Η Ψυχή διώχτηκε αντίθετα προς τις ελπίδες της και με διπλή θλίψη άρχισε να περιφέρεται.
Τότε είδε άλλο ναό που βρισκόταν μέσα σε δάσος και πήγε προς τα εκεί να ζητήσει τη συγγνώμη των θεών.
Πλησίασε κοντά στις ιερές πόρτες, όπου είδε αμύθητο πλούτο και άμφια χαραγμένα με χρυσά γράμματα, τα οποία κρεμόταν πάνω σε κλαδιά δένδρων και στις κολώνες του ναού, που μαρτυρούσαν τη θεά Ήρα στην οποία είχαν αφιερωθεί.

Με μιας γονάτισε στο έδαφος, αγκάλιασε το βωμό με τα χέρια της και αφού σκούπισε τα δάκρυα της, άρχισε να προσεύχεται μ’ αυτό τον τρόπο:
«αγαπημένη Θεά-Ήρα, εσύ που η χάρη σου τιμάται και λατρεύεται στους μεγάλους ναούς της Σάμου και όλος ο κόσμος σε ονομάζει ΦΩΣ. Σε παρακαλώ….να με απαλλάξεις από τον μεγάλο κίνδυνο που με περιζώνει και να με σώσεις, ξέρω ότι εσύ βοηθάς και συμπαραστέκεσαι στις γυναίκες που περιμένουν παιδί και κινδυνεύουν.»

Η Ήρα αφού άκουσε τα παρακάλια της Ψυχής παρουσιάστηκε με όλη της την μεγαλοπρέπεια και της είπε: «δεν μπορώ να πάω αντίθετα στη θέληση της Αφροδίτης και είναι απαγορευμένο να κρατήσω οποιονδήποτε φυγά υπηρέτη, ενάντια στη θέληση του κυρίου και ιδιοκτήτη του.»




Έτσι η Ψυχή, διωγμένη με αυτόν τον τρόπο και από την Ήρα και χωρίς καμία ελπίδα να ανακαλύψει τον σύζυγο της κατηγόρησε τον εαυτό της και αποφάσισε να προσφέρει τον εαυτό της με ταπεινότητα στη θεά Αφροδίτη, που της προκάλεσε τόσο θυμό;

Η φτωχή Ψυχή προετοιμάστηκε να κάνει δέηση και παράκληση προς την Αφροδίτη.





Άσπρα περιστέρια οδηγούσαν την άμαξα της με επιδεξιότητα και όταν η Αφροδίτη μπήκε μέσα, διέταξε την άμαξα να πάει στο παλάτι του Διός.

Εκεί με υπερηφάνεια και τολμηρό ύφος, απαίτησε τις υπηρεσίες του Ερμή.
Αφού συμφώνησε ο Δίας, έδωσε εντολή στον Έρμή να ανακοινώσει με την σάλπιγγα του, πως όποιος συλλάβει την Ψυχή θα έχει την εύνοια της θεάς.

Τότε όλοι οι άνδρες φλέγονταν από επιθυμία να συλλάβουν την Ψυχή.
Δεν έμεναν άλλα περιθώρια για την Ψυχή.
Έπρεπε να παραδοθεί και να υποστεί τις τιμωρίες της θεάς.


Μία από τις υπηρέτριες της Αφροδίτης η Τελώνη,
είδε την Ψυχή που έφθασε στο ναό της θεάς
και της είπε πως τώρα βρισκόταν
στο ΧΑΣΜΑ και έπρεπε να υποστεί τον πόνο και την τιμωρία για το μεγάλο της πείσμα.


Την άρπαξε από τα μαλλιά και την έφερε μπροστά στη θεά.




Η θεά Αφροδίτη γελώντας περιπαιχτικά την δόλια την Ψυχή την
παρέδωσε στη Λύπη και τη Θλίψη,
για να την βασανίσουν απάνθρωπα, μαστιγώνοντας την αλύπητα.

Ούτε η εγκυμοσύνη της δεν στάθηκε εμπόδιο στο μένος της θεάς.

Μετά τον ξυλοδαρμό και την ταπείνωση της Ψυχής
η ΑΦΡΟΔΙΤΗ πήρε μια μεγάλη ποσότητα σιτάρι, κριθάρι και κάθε λογής σπόρους, τους ανακάτεψε όλους μαζί σ’ ένα σωρό λέγοντας:

«δεν θα χαρείς τον Έρωτα σου παλιοκόριτσο, παρά μόνο με σκληρή και κοπιαστική δουλειά.
Κοίταξε να ξεχωρίσεις όλους τους κόκκους ανάλογα με το είδος τους πριν νυχτώσει.

Αλλά η Ψυχή δεν ασχολήθηκε καν με την διαλογή, επειδή θεώρησε πως ήταν κάτι αδύνατο να γίνει, επειδή ήταν τόσοι πολλοί και ανακατεμένοι, κι είχε μείνει έκπληκτη από την σκληρότητα της Αφροδίτης.»

Τότε ο Μέρμηγκας που γνώριζε πολύ καλά την σκληρότητα της θεάς, έτρεξε εδώ κι εκεί και κάλεσε για την Ψυχή όλα τα μυρμήγκια της χώρας λέγοντας:
"παρακαλώ, εσάς τους γρήγορους γιους της γης, της μητέρας όλων, λυπηθείτε αυτή την δύστυχη υπηρέτρια, την σύζυγο του Έρωτα, που η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο.
Βοηθήστε με μεγάλη φροντίδα."


Συνεχώς το ένα μετά το άλλο ήρθαν τα μυρμήγκια, διάλεξαν και ξεχώρισαν τους κόκκους και αφού τοποθέτησαν κάθε καρπό με τάξη έφυγαν πάλι βιαστικά.


Όταν νύχτωσε, η Αφροδίτη γύρισε και βλέποντας το κατόρθωμα κατάλαβε πως θεϊκή ήταν η βοήθεια προς την Ψυχή, της έδωσε ένα κομμάτι ξερό ψωμί και πήγε για ύπνο.

Στο μεταξύ ο Έρωτας, ήταν ερμητικά κλεισμένος στο πιο σκοτεινό δωμάτιο, πρώτον για να μην κάνει κακό στον εαυτό του από απογοήτευση και δεύτερον για να μη μιλήσει με την αγαπημένη του.

Όταν πέρασε η νύχτα, η Αφροδίτη κάλεσε την Ψυχή και της είπε:
«-βλέπεις εκείνο το δάσος πέρα από το ποτάμι;
Εκεί υπάρχουν άγρια πρόβατα που λάμπουν σα χρυσάφι.
Σε διατάζω να πας και να μου φέρεις την προβιά τους.»



Η Ψυχή σηκώθηκε πρόθυμα, όχι για να εκτελέσει την διαταγή αλλά για να ριχτεί με το κεφάλι στα νερά του ποταμού και να δώσει τέλος στις θλίψεις της.


Μια καλαμιά όμως τη συμβούλεψε να πάει στο κοπάδι
όταν δύει ο ήλιος την ώρα που τα ζώα πάνε
να δροσιστούν στο ποτάμι.
Τότε θα μπορούσε με ευκολία να μαζέψει
τα χνούδια από το χρυσό τους μαλλί.

Όμως ο κίνδυνος και η δυσκολία της δεύτερης τιμωρίας, δεν ευχαρίστησαν τη θεά που όταν η Ψυχή έφερε στη ρόκα της πλεγμένο το χρυσό μαλλί, εκείνη με σαρκαστικό γέλιο είπε:

«γνωρίζω πως αυτό δεν είναι δικό σου έργο…




Βλέπεις την κορυφή του μεγάλου λόφου;
Εκεί κυλά το μαύρο πένθιμο νερό της Στύγας και του Κωκυτού.
Σε διατάζω να πας αμέσως να μου φέρεις ένα δοχείο γεμάτο από εκείνο το νερό.»

Η φτωχή Ψυχή πήγε όλο βιασύνη στην κορυφή του βουνού,
περισσότερο για να δώσει τέλος στη ζωή της, παρά για να φέρει νερό.
Αιμοβόροι δράκοι με ψηλούς λαιμούς, που δεν κοιμόταν ποτέ φύλαγαν το ποτάμι.

Όταν η Ψυχή διαπίστωσε πόσο επικίνδυνη ήταν η αποστολή της στάθηκε ήσυχη, σα να είχε μαρμαρώσει και παρ’ όλο που ήταν ζωντανή στο σώμα ήδη ήταν νεκρή στο πνεύμα και στις αισθήσεις από τον φόβο για τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε.


Αλλά το βασιλικό πουλί του μεγάλου Διός,
ο αετός, ήρθε και τη βοήθησε γεμίζοντας το δοχείο.


Όταν η Ψυχή με χαρά παρουσίασε το νερό στην θεά,
εκείνη θεώρησε πως ήταν μάγισσα και γόησσα
και για να σπάσει το ηθικό της
την έστειλε να φέρει την κρέμα ομορφιάς της Περσεφόνης
από τον Άδη το σκοτεινό βασίλειο.

Η Ψυχή κατάλαβε το τέλος της τύχης της
γιατί πίστευε ότι ποτέ ξανά δεν θα γύριζε πίσω.
Διότι έπρεπε να πάει στην Άβυσσο και στον τρόμο του ΑΔΗ.


Απελπισμένη, πήγε σ’ ένα ψηλό πύργο
για να πέσει από εκεί ψηλά με το κεφάλι,
πιστεύοντας πως αυτός ήταν
ο συντομότερος δρόμος προς τον Άδη.


Αλλά ο πύργος σαν θεόσταλτος μίλησε:
«κακόμοιρη, γιατί προσπαθείς να σκοτωθείς;
Γιατί υποχωρείς στον τελευταίο κίνδυνο;
Η Λακεδαίμονα δεν είναι μακριά από εδώ.


Πήγαινε εκεί και ρώτησε για το βουνό Ταίναρο, όπου θα βρεις ένα άνοιγμα που οδηγεί στον Άδη, ίσια στο παλάτι του Πλούτωνα.

Δώσε στο Χάρο έναν οβολό για το πέρασμα σου.
Θα το πάρει από το στόμα σου.


Μόλις φθάσεις θα δεις ένα μεγάλο και θαυμάσιο σκύλο με τρία κεφάλια, που γαβγίζει συνέχεια στις ψυχές καθώς περνούν την πύλη του Άδη και είναι ο φύλακας.
Αν του ρίξεις μια από τις μελόπίτες, θα μπορέσεις να έχεις πρόσβαση στην Περσεφόνη χωρίς κανένα κίνδυνο.

Η Περσεφόνη θα σε υποδεχθεί προσφέροντας σου νόστιμο κρέας και ποτό και θα σε βάλει να καθίσεις σε βασιλικό κάθισμα.
Αλλά εσύ θα καθίσεις στο έδαφος και θα ζητήσεις μόνο ξερό ψωμί.
Τότε μόνο θα ανακοινώσεις το μήνυμα της Αφροδίτης.»

Όλα έγιναν όπως τα είπε ο πύργος και καθώς γύριζε από τον Άδη με το μυστηριώδες περιεχόμενο στο κουτί, έκλεισε το στόμα του ΚΈΡΒΕΡΟΥ με μια δεύτερη πίττα και πλήρωσε τον βαρκάρη με δεύτερο οβολό.

Όταν η Ψυχή βρέθηκε στο φως του κόσμου γεμάτη επιθυμία σκέφθηκε:
«χαζή είμαι εγώ που ενώ μετέφερα τόση ομορφιά από τον Άδη, δεν θα πάρω λίγη για να στολίσω το πρόσωπο μου, για να ευχαριστήσω περισσότερο τον αγαπημένο μου!»
Κι αμέσως άνοιξε το κουτί, από το οποίο δεν πήρε ομορφιά αλλά κέρδισε μόνον τον αιώνιο ύπνο του θανάτου, κι έπεσε στο έδαφος σαν πτώμα.



Ο Έρωτας είχε πια θεραπευτεί
από την πληγή και την αρρώστια του
και υπέφερε από την απουσία της Ψυχής.


Γι’ αυτό βγήκε μυστικά από το παράθυρο του
και πέταξε κατ’ ευθείαν στην αγαπημένη του γυναίκα.




Όταν την βρήκε πανέμορφη, κοιμισμένη, τίναξε τον αιώνιο ύπνο από τα βλέφαρα της, τον έβαλε πίσω στο κουτί, την ξύπνησε με την αιχμή ενός βέλους του και της είπε:

«ω! άθλια, πανάθλια, είδες πόσο κινδύνεψες με την υπερβολική σου περιέργεια και ματαιοδοξία;

Πήγαινε τώρα και δώσε το μήνυμα σου στη μητέρα μου και εγώ θα φροντίσω στο μεταξύ για όλα τα απαραίτητα.»

εκείνος πέταξε στον ουρανό και η Ψυχή πήγε το δώρο της στην Αφροδίτη.

Ο Έρωτας κάθε λεπτό που περνούσε ερωτευόταν την Ψυχή ακόμα περισσότερο, κι επειδή φοβόταν την δυσαρέσκεια της μητέρας του, πέταξε στον ουράνιο θρόνο του Δία για να του ανακοινώσει το αίτημα του.

Ο Δίας τον αγκάλιασε σφικτά και του είπε:
«ω! πολυαγαπημένο μου παιδί, δεν μου έδειξες τον σεβασμό και την τιμή όπως όφειλες να κάνεις, και πήγες κόντρα στη θέληση όλων των θεών για τον έρωτα σου.
Ζητάς την αθανασία της αγαπημένης σου και εγώ θα φροντίσω για την ευτυχία σου.»

Μόλις είπε αυτά τα λόγια, διέταξε τον Ερμή να καλέσει όλους τους θεούς σε συμβούλιο. Σε λίγο όλοι οι θεοί ήταν στη θέση τους κι ο Δίας άρχισε να λέει:
«εσείς θεοί που είστε γραμμένοι στα βιβλία των Μουσών, όλοι γνωρίζετε τον νεαρό άνδρα τον Έρωτα.
Τώρα μας δίδετε η ευκαιρία να ανταλλάξει αιώνιο όρκο αγάπης με μια κόρη που τον αγαπάει πολύ. Ας του επιτρέψουμε να την αποκτήσει όπως τον ευχαριστεί.»
Έπειτα στράφηκε προς την Αφροδίτη λέγοντας:
«και εσύ κόρη μου, να μη φοβάσαι για την ταπεινή καταγωγή και την υπόσταση του απογόνου σου και να μην πιστεύεις ότι πρόκειται για έναν γάμο με κοινή θνητή, γιατί εμένα μου φαίνεται ορθός, δίκαιος και νόμιμος αυτός ο γάμος.»


Αμέσως μετά ο Δίας διέταξε τον Ερμή να φέρει
την Ψυχή στο σύζυγο της, στο ουράνιο παλάτι.

Ο Ερμής της έδωσε ένα ποτήρι με αθανασία και της είπε:

«πιες το ως την τελευταία σταγόνα για να γίνεις αθάνατη και έτσι ο Έρωτας θα είναι ο αιώνιος σύζυγος σου.»


Το συμπόσιο έγινε με κάθε μεγαλοπρέπεια όπως ταίριαζε σε θεούς.






Ο Δίας τους ένωσε για πάντα με τα ιερά δεσμά του γάμου και το γλέντι κράτησε για μέρες.


Το παιδί που γεννήθηκε από το γάμο αυτό ονομάστηκε ΕΥΧΑΡΊΣΤΗΣΗ.

Απαγορεύεται η αντιγραφή, ή αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή ολική ή μερική ή περιληπτική ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου των δημοσιεύσεων του ιστολογίου, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, ή άλλο χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια της συγγραφέως, σύμφωνα με το νόμο 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.